άμεσος

άμεσος
-η, -ο (Α ἄμεσος, -ον)
αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος)
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, που δεν επιδέχεται χρονοτριβή ή αναβολή, λίαν επείγων, επικείμενος
«άμεσος κίνδυνος», «άμεση ανάγκη»
2. αυτός που αποκτάται με τις αισθήσεις και μόνο
«άμεσος αντίληψη»
αρχ.
(για συλλογισμούς) αυτός, στον οποίο το συμπέρασμα εξάγεται χωρίς τη μεσολάβηση άλλης κρίσεως, από μία και μόνη προκείμενη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέσος.
ΠΑΡ. αμεσότης (αρχ. ἀμεσότης) αμέσως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄμεσος — immediate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμεσος — η, ο επίρρ. άμεσα και αμέσως 1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωρίς κάποιον διάμεσο: Επιβλήθηκαν καινούργιοι άμεσοι φόροι. 2. αυτός που συμβαίνει χωρίς τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος: Χρειάζεται άμεση χειρουργική επέμβαση. 3. αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμέσω — ἄμεσος immediate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμεσον — ἄμεσος immediate masc/fem acc sg ἄμεσος immediate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέσοις — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέσου — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέσους — ἄμεσος immediate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέσων — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέσῳ — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”